φατνωματικός

φατνωματικός
-ή, -όν, Α [φάτνωμα, -ώματος]
φατνωτός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φατνωματικός — ή, ό ο ποικιλμένος με φατνώματα (βλ. λ.), ο γεμάτος φατνώματα: Φατνωματική στέγη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φατνωματικήν — φατνωματικός coffered fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”